- ασσυριολογία
- ηη επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη της γλώσσας και του πολιτισμού των Ασσυρίων και Βαβυλωνίων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασσυριολογία — η η επιστήμη που ασχολείται με τον πολιτισμό των Ασσυρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασσυριολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Α. Παπαδόπουλο Κεραμέα] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
Χάουπτ, Πάουλ — (Haupt, 1858 – 1926). Γερμανός ανατολιστής. Διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν στη Γερμανία και της Βαλτιμόρης στις ΗΠΑ. Ο X. ασχολήθηκε συστηματικά με την έρευνα του πολιτισμού των ανατολικών λαών. Καρπός των ερευνών του αυτών… … Dictionary of Greek